néophyte - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

néophyte - translation to γαλλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Neophyte (disambiguation)

néophyte         
n. neophyte; beginner, novice; new religious convert
néophyte sur l'Iinternet      
newbie, new Internet user
néophyte en informatique      
computer illerate (Computers)

Ορισμός

neophyte
n.
1.
Convert, proselyte.
2.
Novice, catechumen.
3.
Beginner, tyro, pupil, novice.

Βικιπαίδεια

Neophyte

A neophyte is a recent initiate or convert to a subject or belief.

Neophyte may also refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για néophyte
1. Portrait d‘un néophyte qui a déjŕ tout d‘un grand.
2. Tout cela a une saveur d‘exotisme pour le néophyte.
3. Voir le bas de tout en haut Sonja Rohde, néophyte de l‘espace, Allemagne.
4. Elle a désigné un candidat néophyte en politique, mais consensuel: le médiateur du canton, Markus Kägi.
5. Beaucoup pour un «rookie» (néophyte), et preuve que le mentor tient ŕ tester sa jeune recrue.